- χαμαιλέων,-οντος
- ὁ N 3 1-0-1-0-0=2 Lv 11,30; Zph 2,14chameleon
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
χαμαιλέων — Περιπατητικός φιλόσοφος από την Ηράκλεια του Πόντου, που έζησε στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. και ασχολήθηκε κυρίως με καλλιτεχνικά θέματα. Έγραψε πολλά έργα για τους αρχαίους ποιητές, για τις αρχές της τραγωδίας και της κωμωδίας, και λόγο… … Dictionary of Greek
χαμαιλεοντικός — ή, όν, Μ [χαμαιλέων, οντος] 1. αυτός που προσιδιάζει σε χαμαιλέοντα 2. (κατ επέκτ.) ασταθής, ευμετάβλητος … Dictionary of Greek
χαμαιλεόντειος — α, ο / χαμαιλεόντειος, ον, ΝΜ [χαμαιλέων, οντος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε χαμαιλέοντα … Dictionary of Greek
ψευδοχαμαιλέων — οντος, Ν ζωολ. γενική ονομασία τών δενδρόβιων σαυρών τού γένους calotes τής οικογένειας αγαμίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + χαμαιλέων] … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek